- ειδωλοποιώ
- ειδωλοποίησα, ειδωλοποιήθηκα, ειδωλοποιημένος, μτβ.1. κατασκευάζω είδωλα, κάνω κάποιον αντικείμενο αφοσίωσης και λατρείας: Οι μεγάλες κινηματογραφικές εταιρείες ειδωλοποιούν ηθοποιούς.2. μτφ., λατρεύω κάποιον ως είδωλο: Ειδωλοποίησε τον εραστή της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.